- λαθραλιεία
- ηπαράνομη ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή τον τρόπο αλιεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) + ἁλιεία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… … Dictionary of Greek
περιπολικό — το, Ν [περίπολος] 1. (αστυν.) αυτοκίνητο, συνήθως επιβατικού τύπου, εφοδιασμένο με μέσα επικοινωνίας και με σύστημα αίτησης προτεραιότητας, σειρήνα και φάρο που αναβοσβήνει και περιστρέφεται, το οποίο βρίσκεται σε συνεχή επαφή με το κέντρο… … Dictionary of Greek